- νυμφοστολώ
- νυμφοστολῶ, -έω (Α) [νυμφοστόλος]συνοδεύω τη νύφη ή και τον γαμπρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφοστολῶ — νυμφοστολέω escort the bride pres subj act 1st sg (attic epic doric) νυμφοστολέω escort the bride pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοστόλῳ — νυμφοστόλος escorting the bride masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννυμφοστολώ — έω, Μ συμμετέχω στον στολισμό τής νύφης και στη νυφική πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφοστολῶ «συνοδεύω τη νύφη»] … Dictionary of Greek